- σύμπλεως
- -ων, Αβλ. σύμπλεος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπλεος — έα, ον και αττ. τ. σύμπλεως, ων, Α ο εντελώς γεμάτος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / ως] … Dictionary of Greek